Assegure στα ελληνικά
Μετάφραση: assegure, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assear στα ελληνικά - καθαρίζω, καθαρός
- assegurar στα ελληνικά - βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, ...
- asseio στα ελληνικά - καθαριότητα, νοικοκυροσύνη, τάξη, την ευπρέπεια, πάστρα
- assembleia στα ελληνικά - βουλή, κοινοβούλιο, σπίτι, Σώμα, κατοικία, Βουλή, οικία
Τυχαίες λέξεις
Assegure στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί
Μεταφράσεις: διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί