Βεβαιώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βεβαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assegurar, afirmar, confirmar, assegure, atestar, certificar, certifica, Certifico, certificam
Βεβαιώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβαιώνω

βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βεβαιώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βεβαιότητα στα πορτογαλικά - certeza, segurança, a segurança, certeza de, a certeza
  • βεβαιώνομαι στα πορτογαλικά - Ter certeza de que, Ter certeza de, eu ter certeza, eu me certifico, eu me certificar
  • βεβηλώνω στα πορτογαλικά - sujar, conspurcar, perverter, macular, corromper
  • βεζίρης στα πορτογαλικά - vizir, vizier, visir
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: assegurar, afirmar, confirmar, assegure, atestar, certificar, certifica, Certifico, certificam