Calamidade στα ελληνικά

Μετάφραση: calamidade, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληγή, συμφορά, μαστίζω, καταστροφή, καταστροφής, συμφοράς, calamity
Calamidade στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cal στα ελληνικά - ασβέστης, άσβεστος, λάιμ, ασβέστη, ασβέστου
  • calado στα ελληνικά - ήρεμος, χαζός, γαλήνιος, εμβρόντητος, άφωνος, ακίνητος, μουγγός, ...
  • calamitoso στα ελληνικά - καταστρεπτικός, ολέθριος, καταστρεπτικά, ολέθρια, καταστρεπτικό
  • calcanhar στα ελληνικά - τακούνι, φτέρνα, πτέρνα, πτέρνας, φτέρνας
Τυχαίες λέξεις
Calamidade στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληγή, συμφορά, μαστίζω, καταστροφή, καταστροφής, συμφοράς, calamity