Cansaço στα ελληνικά

Μετάφραση: cansaço, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, κούραση, κόπωση, κόπωσης, κούρασης, η κούραση
Cansaço στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cansado στα ελληνικά - καιρός, κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
  • cansar στα ελληνικά - κουράζω, κόπος, εξαντλώ, κούραση, κόπωση, λάστιχο, ρόδα, ...
  • cantador στα ελληνικά - τραγουδίστρια, τραγουδιστής, τραγουδιστή, τραγουδίστριας, τον τραγουδιστή
  • cantar στα ελληνικά - τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Τυχαίες λέξεις
Cansaço στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, κούραση, κόπωση, κόπωσης, κούρασης, η κούραση