Cansado στα ελληνικά
Μετάφραση: cansado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καιρός, κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Μεταφράσεις
- cano στα ελληνικά - σωλήνας, σωλήνωση, πίπα, αυλός, βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, ...
- canoa στα ελληνικά - βάρκα, κανό, κανόε, canoe, με κανό, το κανό
- cansar στα ελληνικά - κουράζω, κόπος, εξαντλώ, κούραση, κόπωση, λάστιχο, ρόδα, ...
- cansaço στα ελληνικά - κόπος, κούραση, κόπωση, κόπωσης, κούρασης, η κούραση
Τυχαίες λέξεις
Cansado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καιρός, κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα
Μεταφράσεις: καιρός, κουρασμένος, εξαντλημένος, κουρασμένοι, κουραστεί, κουρασμένη, κουρασμένα