Casal στα ελληνικά

Μετάφραση: casal, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεύω, σπιθαμή, ζευγάρι, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο
Casal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • casacão στα ελληνικά - πανωφόρι, παλτό, επικάλυψη, επίστρωση, επικάλυμμα
  • casado στα ελληνικά - παντρεμένος, παντρεμένη, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
  • casamento στα ελληνικά - γόμφος, παντρειά, σφήνα, γάμος, γάμου, γάμο, το γάμο, ...
  • casar στα ελληνικά - παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
Τυχαίες λέξεις
Casal στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεύω, σπιθαμή, ζευγάρι, ζευγάρι που, ηλικίας, δύο, δυο