Σπιθαμή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σπιθαμή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pontes, par, casal, ponte, espanha, vão, parelha, palmo, extensão, intervalo, período de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιθαμή
μια σπιθαμή, σπιθαμή μονάδα μέτρησησ, σπιθαμή προς σπιθαμή, σπιθαμή ή σπιθαμή, σπιθαμή λεξικό, σπιθαμή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σπιθαμή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σπηλιά στα πορτογαλικά - grutas, caverna, furna, gruta, cave, da caverna, caverna de
- σπιθίζω στα πορτογαλικά - brilhavam, brilharam, brilhava, cintilava, cintilavam
- σπιθοβολώ στα πορτογαλικά - faísca, centelha, sobressalentes, spithovolo
- σπιλώνω στα πορτογαλικά - besmirched, manchada, manchado, maculada, maculado
Τυχαίες λέξεις
Σπιθαμή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pontes, par, casal, ponte, espanha, vão, parelha, palmo, extensão, intervalo, período de
Μεταφράσεις: pontes, par, casal, ponte, espanha, vão, parelha, palmo, extensão, intervalo, período de