Compensar στα ελληνικά
Μετάφραση: compensar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρώνω, αντισταθμίζω, συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, να αναπληρώσετε, συνιστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- compatível στα ελληνικά - συμβατός, συμβατό, συμβατή, συμβατές, συμβατά, συμβιβάζεται
- compelir στα ελληνικά - εξαναγκάζω, υποχρεώνουν, υποχρεώσουν, υποχρεώσει, αναγκάσει, υποχρεώνει
- compensação στα ελληνικά - συμψηφισμός, αποζημίωση, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
- compense στα ελληνικά - αναπληρώνω, αντισταθμίζω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Τυχαίες λέξεις
Compensar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, αντισταθμίζω, συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, να αναπληρώσετε, συνιστούν
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, αντισταθμίζω, συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, να αναπληρώσετε, συνιστούν