Αναπληρώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναπληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
substituir, compensar, compense, substantivo, substituto, substituição, em substituição, suplente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπληρώνω
αναπληρώνω συνώνυμα, εκπληρώνω συνώνυμα, αναπληρώνω αγγλικά, αναπληρώνω στα αγγλικά, αναπληρώνω συνωνυμο, αναπληρώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναπληρώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναπληρωτής στα πορτογαλικά - secundário, anexo, acessório, deputado, vice, adjunto, suplente
- αναπληρώ στα πορτογαλικά - deputar, substituí, deputize, coadjuvar, agir como deputado
- αναπνέω στα πορτογαλικά - respire, respirar, respira, respiramos, respiram
- αναπνοή στα πορτογαλικά - respectivo, suspiro, respiração, sopro, respirar, a respiração, de respiração, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπληρώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: substituir, compensar, compense, substantivo, substituto, substituição, em substituição, suplente
Μεταφράσεις: substituir, compensar, compense, substantivo, substituto, substituição, em substituição, suplente