Comum στα ελληνικά

Μετάφραση: comum, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, γόμφος, συνήθης, ανεπίσημος, άρθρωση, ξέγνοιαστος, συνηθισμένος, κοψίδι, αμοιβαίος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Comum στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • computador στα ελληνικά - υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστών, τον υπολογιστή, του υπολογιστή
  • computar στα ελληνικά - υπολογίζω, λογαριάζω, υπολογίζουν, υπολογιστική, υπολογιστικής, υπολογίζει
  • comuna στα ελληνικά - κοινός, κοινότητα, κοινότητας, δήμου, δήμο, κομμούνα
  • comunicar στα ελληνικά - επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, να επικοινωνούν, ανακοινώνει, επικοινωνεί
Τυχαίες λέξεις
Comum στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, γόμφος, συνήθης, ανεπίσημος, άρθρωση, ξέγνοιαστος, συνηθισμένος, κοψίδι, αμοιβαίος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών