Αμοιβαίος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αμοιβαίος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mútuo, recíproco, comum, mútua, recíproca
Αμοιβαίος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμοιβαίος

αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμοιβαίος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αμοιβάδα στα πορτογαλικά - ameba, amoeba, amiba, amebas, a ameba
  • αμοιβή στα πορτογαλικά - recompensar, retribuir, recompensa, remunerações, revólver, benefício, vantagem, ...
  • αμπάρι στα πορτογαλικά - concordar, haver, manter, prender, protelação, segurar, içar, ...
  • αμπέλι στα πορτογαλικά - vinhedo, vinagre, vinha, vitícola, vineyard, vinhas
Τυχαίες λέξεις
Αμοιβαίος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mútuo, recíproco, comum, mútua, recíproca