Construir στα ελληνικά

Μετάφραση: construir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτίζω, κάνω, φτιάχνω, οικοδομώ, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, ράμπα, ράμπα μέχρι, κεκλιμένη ράμπα επάνω, ράμπα μέχρι την, ράμπα μέχρι τις
Construir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • constituir στα ελληνικά - συγκροτώ, αποτελώ, συνιστούν, συνιστά, αποτελούν, αποτελεί, αποτελέσει
  • constranger στα ελληνικά - εξαναγκάζω, δύναμη, βία, περιορίζουν, περιορίσει, περιορίσουν, να περιορίσουν, ...
  • construtor στα ελληνικά - χτίστης, κτίστης, οικοδόμος, Builder, κατασκευαστή, Δόμηση, κατασκευαστής
  • construção στα ελληνικά - κτήριο, χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω, κτίριο, κτιρίου, κτηρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Construir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτίζω, κάνω, φτιάχνω, οικοδομώ, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, ράμπα, ράμπα μέχρι, κεκλιμένη ράμπα επάνω, ράμπα μέχρι την, ράμπα μέχρι τις