Οικοδομώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οικοδομώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
construção, construir, erigir, criar, construção de, construir a
Οικοδομώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικοδομώ

οικοδομώ συνώνυμα, οικοδομώ συνώνυμο, οικοδομώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οικοδομώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οικοδέσποινα στα πορτογαλικά - anfitriã, Sobrinha, hostess, hospedeira, da hospedeira
  • οικοδεσπότης στα πορτογαλικά - anfitrião, hospitalizar, hospedeiro, acolhimento, de acolhimento, hospedeira
  • οικοδόμος στα πορτογαλικά - lavrador, construtor, construtor de, do construtor, builder, construtor do
  • οικολογία στα πορτογαλικά - ecologia, ecology, ecologia da, a ecologia, da ecologia
Τυχαίες λέξεις
Οικοδομώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: construção, construir, erigir, criar, construção de, construir a