Culpado στα ελληνικά

Μετάφραση: culpado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δράστης, φταίχτης, ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
Culpado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cuidadoso στα ελληνικά - προσεκτικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
  • culpa στα ελληνικά - ενοχή, ένοχος, ενοχής, την ενοχή, ενοχές, η ενοχή
  • culpar στα ελληνικά - κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
  • culpável στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
Τυχαίες λέξεις
Culpado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δράστης, φταίχτης, ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή