Ένοχος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ένοχος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
culpável, culpa, culpado, culpados, culpada, culpadas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένοχος
ένοχος goin through stixoi, ένοχος - goin ' through feat. ominus stixoi, ένοχος λαγός, ένοχος ο παπαγεωργόπουλος, ένοχος χωρίς αποδείξεις, ένοχος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ένοχος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ένοικος στα πορτογαλικά - locatário, inquilino, arrendatário, tenant, inquilinos
- ένορκος στα πορτογαλικά - jurado, jurada, jurados, júri, juror
- ένσταση στα πορτογαλικά - objeção, objecção, oposição, objecções, excepção
- ένταλμα στα πορτογαλικά - abonar, afiançar, garantia, autorização, urdir, mandado, mandado de, ...
Τυχαίες λέξεις
Ένοχος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: culpável, culpa, culpado, culpados, culpada, culpadas
Μεταφράσεις: culpável, culpa, culpado, culpados, culpada, culpadas