Dano στα ελληνικά

Μετάφραση: dano, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, πονώ, βλάπτω, βλαβερός, επιβλαβής, βλάβη, πληγώνω, ζημιά, τραυματίζω, ζημία, ζημιές, βλάβης
Dano στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • danificar στα ελληνικά - βλάβη, ζημιά, βλάπτω, ζημία, ζημιές, βλάβης
  • daninho στα ελληνικά - βλαβερός, επιβλαβής, δυσώδης, δυσάρεστος
  • danos στα ελληνικά - βλάπτω, ζημιά, βλάβη, ζημία, ζημιές, βλάβης
  • danoso στα ελληνικά - επιβλαβής, επιζήμιος, επιζήμια, επιζήμιες, επιβλαβείς
Τυχαίες λέξεις
Dano στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, πονώ, βλάπτω, βλαβερός, επιβλαβής, βλάβη, πληγώνω, ζημιά, τραυματίζω, ζημία, ζημιές, βλάβης