Πονώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πονώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dano, ferir, machucar, inconveniente, vulnerar, ferida, ferimento, doer, lesão, dor, apressar, a dor, dores, da dor, de dor
Πονώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πονώ

πονάω συνώνυμα, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, μαντιναδες πονώ, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πονώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ποντίκι στα πορτογαλικά - rato, serra, animal, montanha, mouse, do mouse, do rato, ...
  • πονόψυχος στα πορτογαλικά - compassivo, compassivos, de coração terno, bondosa, indeciso de coração
  • πορεία στα πορτογαλικά - título, caminho, rota, levantar, epígrafe, encabeçamento, estradas, ...
  • πορθμός στα πορτογαλικά - filtro, estreito, Strait, estreita, passo, estreito de
Τυχαίες λέξεις
Πονώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dano, ferir, machucar, inconveniente, vulnerar, ferida, ferimento, doer, lesão, dor, apressar, a dor, dores, da dor, de dor