Denso στα ελληνικά
Μετάφραση: denso, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνός, συμπαγής, οδοντίατρος, δασύς, συμπυκνωμένος, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- densamente στα ελληνικά - πυκνώνω, πυκνός, πήζω, δένω, πυκνά, πυκνότητα, πυκνή, ...
- densidade στα ελληνικά - πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
- dente στα ελληνικά - κορυφή, δόντι, δοντιών, δοντιού, των δοντιών, δόντια
- dentista στα ελληνικά - οδοντίατρος, οδοντίατρο, οδοντιάτρου, οδοντίατρό, τον οδοντίατρό
Τυχαίες λέξεις
Denso στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνός, συμπαγής, οδοντίατρος, δασύς, συμπυκνωμένος, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού
Μεταφράσεις: πυκνός, συμπαγής, οδοντίατρος, δασύς, συμπυκνωμένος, πυκνό, πυκνή, πυκνά, πυκνού