Συμπυκνωμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συμπυκνωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compacto, denso, cerrado, concentrado, concentrada, concentrados, concentrou, concentradas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπυκνωμένος
συμπυκνωμένος τύπος ορού γάλακτος με πρωτεΐνη, συμπυκνωμένος χυμός, συμπυκνωμένος χυμός φράουλα, συμπυκνωμένος ορός γάλακτος, συμπυκνωμένος χυμός λεμονιού, συμπυκνωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμπυκνωμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συμπλοκή στα πορτογαλικά - barulho, certificado, briga, tumulto, jogada confusa, scuffle, alguma confusão
- συμπτύσσω στα πορτογαλικά - telefonar, telefone, telescópio, arregaçar, prega, Tuck, dobra, ...
- συμπυκνώνω στα πορτογαλικά - condensar, concentrar, resumir, resumem, se resumem
- συμπόνια στα πορτογαλικά - piedade, compaixão, a compaixão, compassion, da compaixão
Τυχαίες λέξεις
Συμπυκνωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: compacto, denso, cerrado, concentrado, concentrada, concentrados, concentrou, concentradas
Μεταφράσεις: compacto, denso, cerrado, concentrado, concentrada, concentrados, concentrou, concentradas