Desautorizar στα ελληνικά

Μετάφραση: desautorizar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, ράβδωση, εξαναγκάζω, απαγορεύω, βία, απαγορεύσετε, απαγορεύσει, απορρίπτει, αρνηθεί, απορρίψουν
Desautorizar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • desate στα ελληνικά - λύνω, αποδέσμευση, αποδέσμευση της, λύσει, αποσύνδεση
  • desatravancar στα ελληνικά - de, ντε
  • desbaratar στα ελληνικά - απόβλητα, σπατάλη, λύμα, φρουρά, παρακολουθώ, σπαταλώ, βλέπω, ...
  • desbloquear στα ελληνικά - ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
Τυχαίες λέξεις
Desautorizar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, ράβδωση, εξαναγκάζω, απαγορεύω, βία, απαγορεύσετε, απαγορεύσει, απορρίπτει, αρνηθεί, απορρίψουν