Απαγορεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απαγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proibir, proíba, pelos, proibições, ao, progresso, pelo, proscrever, pela, desautorizar, proíbem, proíbe, me livre, proibir o
Απαγορεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαγορεύω

απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω αρχαια, απαγορεύω english, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απαγορεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απαίτηση στα πορτογαλικά - necessitar, postular, procura, demanda, iludir, pedir, exigir, ...
  • απαγορευμένο στα πορτογαλικά - proibido, proibida, proibidos, proibidas, vedado
  • απαγχονίζω στα πορτογαλικά - cair, dependurar, pendurar, acessível, forca, gibbet, patíbulo, ...
  • απαγωγέας στα πορτογαλικά - abdutor, raptor, seqüestrador, sequestrador, abdutora
Τυχαίες λέξεις
Απαγορεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: proibir, proíba, pelos, proibições, ao, progresso, pelo, proscrever, pela, desautorizar, proíbem, proíbe, me livre, proibir o