Descontinuar στα ελληνικά
Μετάφραση: descontinuar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκπτωση, μείωση, σκόντο, διακόψει, διακόψτε, να διακόψει, διακόψουν, διακόψετε
Μεταφράσεις
- descontar στα ελληνικά - κρίνω, θεωρώ, εκπίπτω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ...
- descontentar στα ελληνικά - δυσφορία, δυσαρεστώ, αφήνουν δυσαρεστημένους, ενώ αφήνουν δυσαρεστημένους, ενώ αφήνουν δυσαρεστημένους στην, αφήνουν δυσαρεστημένους στην
- desconto στα ελληνικά - αναστολή, σκόντο, ανακοπή, ελάττωση, εναιώρημα, έκπτωση, ανάρτηση, ...
- descontos στα ελληνικά - επίδομα, επιχορήγηση, εκπτώσεις, εκπτώσεων, τις εκπτώσεις, οι εκπτώσεις, έκπτωση
Τυχαίες λέξεις
Descontinuar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκπτωση, μείωση, σκόντο, διακόψει, διακόψτε, να διακόψει, διακόψουν, διακόψετε
Μεταφράσεις: έκπτωση, μείωση, σκόντο, διακόψει, διακόψτε, να διακόψει, διακόψουν, διακόψετε