Determinar στα ελληνικά

Μετάφραση: determinar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδιορίζω, υπολογίζω, καθορίζω, αποφασίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Determinar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deteriorar στα ελληνικά - χαλώ, υπολογίζω, παρακμάζω, βλάπτω, καθορίζω, σαπίζω, προσδιορίζω, ...
  • deterioração στα ελληνικά - σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, αλλοίωση, χειροτέρευση, επιδείνωση, ...
  • deteste στα ελληνικά - σιχαίνομαι, αστακός, αηδιάζω, αποστρέφομαι, να αηδιάζουν με, να αηδιάζουν
  • detonar στα ελληνικά - εκπυρσοκροτώ, εκραγεί, πυροδοτήσει, εκρήγνυται, εκρήγνυνται
Τυχαίες λέξεις
Determinar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδιορίζω, υπολογίζω, καθορίζω, αποφασίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί