Disciplinar στα ελληνικά
Μετάφραση: disciplinar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειθαρχώ, πειθαρχία, αποκαλύπτω, πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
Μεταφράσεις
- dirimir στα ελληνικά - αποφασίζω, υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, ...
- disciplina στα ελληνικά - αποκαλύπτω, πειθαρχώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
- disco στα ελληνικά - ηχογραφώ, δίσκος, καταγράφω, αντιπαθώ, φωτογραφίζω, πιατέλα, φωτογραφία, ...
- discorrer στα ελληνικά - ανακαλύπτω, ομιλία, λόγου, λόγο, λόγος, συζήτηση
Τυχαίες λέξεις
Disciplinar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειθαρχώ, πειθαρχία, αποκαλύπτω, πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
Μεταφράσεις: πειθαρχώ, πειθαρχία, αποκαλύπτω, πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών