Πειθαρχία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desembocar, disciplinar, castigo, punição, descarga, disciplina, a disciplina, disciplina de, da disciplina
Πειθαρχία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθαρχία

πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πειθαρχία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πειθήνιος στα πορτογαλικά - obediente, dócil, dóceis, docile, docilidade
  • πειθαναγκάζω στα πορτογαλικά - coagir, coagidos, coagidas, coagida, coagido, forçado
  • πειθαρχικός στα πορτογαλικά - disciplinar, disciplinares, disciplina, de disciplina
  • πειθαρχώ στα πορτογαλικά - castigo, descarga, disciplina, punição, disciplinar, desembocar, a disciplina, ...
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desembocar, disciplinar, castigo, punição, descarga, disciplina, a disciplina, disciplina de, da disciplina