Doer στα ελληνικά

Μετάφραση: doer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόνος, λαχταρώ, πονώ, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
Doer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doença στα ελληνικά - ασθένεια, νόσος, αρρώστια, νόσου, νόσο, της νόσου
  • doenças στα ελληνικά - νόσος, αρρώστια, ασθένεια, ασθένειες, ασθενειών, νόσων, νόσους, ...
  • dogma στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
  • dois στα ελληνικά - δυο, δύο, τα δύο, των δύο
Τυχαίες λέξεις
Doer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόνος, λαχταρώ, πονώ, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν