Πόνος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πόνος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nocividade, balde, mal, doer, dor, acabrunhar, a dor, dores, da dor, de dor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόνος
πόνος στο αυτί, πόνος στο γόνατο, πόνος στα νεφρά, πόνος στο μαστό, πόνος στο στήθος, πόνος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πόνος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πόλεμος στα πορτογαλικά - anseio, queira, guerra, querer, a guerra, de guerra, da guerra, ...
- πόλη στα πορτογαλικά - município, metrópoles, torre, metrópole, cidade, vila, da cidade, ...
- πόρθηση στα πορτογαλικά - porthisi
- πόρνη στα πορτογαλικά - prostituta, meretriz, puta, whore, vadia
Τυχαίες λέξεις
Πόνος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nocividade, balde, mal, doer, dor, acabrunhar, a dor, dores, da dor, de dor
Μεταφράσεις: nocividade, balde, mal, doer, dor, acabrunhar, a dor, dores, da dor, de dor