Domiciliar στα ελληνικά
Μετάφραση: domiciliar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχώ, ιστορία, ίδρυση, εγκαθίσταμαι, επιβάλλω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, μύθος, οικισμός, κανονίζω, δεσπόζω, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- domar στα ελληνικά - τιθασεύω, εξημερώνω, δαμάζω, δαμάσει, δαμάσουν, εξημερώσει
- domesticar στα ελληνικά - εξημερώνω, τιθασεύω, εξημερώσουν, εξημερώνουν, εξημερώσουμε, εξημέρωση
- domicílio στα ελληνικά - κατοικία, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
- dominar στα ελληνικά - έλεγχος, εξουσιάζω, κυβερνώ, αποφασίζω, δεσπόζω, κανόνας, διέπω, ...
Τυχαίες λέξεις
Domiciliar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχώ, ιστορία, ίδρυση, εγκαθίσταμαι, επιβάλλω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, μύθος, οικισμός, κανονίζω, δεσπόζω, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Μεταφράσεις: κυριαρχώ, ιστορία, ίδρυση, εγκαθίσταμαι, επιβάλλω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώνω, μύθος, οικισμός, κανονίζω, δεσπόζω, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού