Elaborar στα ελληνικά

Μετάφραση: elaborar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσεγμένος, λεπτομερής, περίτεχνος, προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
Elaborar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eixo στα ελληνικά - σαλεύω, άξονας, κουνώ, άξονα, τον άξονα, άξονος, άξονά
  • ela στα ελληνικά - αυτό, της, αυτή, αυτήν, εκείνη, που, ότι, ...
  • elas στα ελληνικά - αυτούς, πυκνός, αυτές, θέμα, αυτά, αυτοί, που, ...
  • elasticidade στα ελληνικά - δίνω, παραδίνω, ελαστικότητα, την ελαστικότητα, την ελαστικότητά, της ελαστικότητας, ελαστικότητα του
Τυχαίες λέξεις
Elaborar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσεγμένος, λεπτομερής, περίτεχνος, προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν