Υπερόπτης στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eminente, albergar, ufano, elevado, alojar, alto, altivo, soberbo, arrogante, impertinente, arrogantes, arrogância, orgulhoso
Υπερόπτης στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερόπτης

υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπερόπτης στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπερφορτώνω στα πορτογαλικά - sobrecarregar, sobrecarga, sobrecarga de, de sobrecarga, a sobrecarga, sobrecarga do
  • υπερχείλιση στα πορτογαλικά - ultrapassagem, cobrir, transbordar, transbordamento, estouro, estouro de, de estouro
  • υπερώα στα πορτογαλικά - palato, paladar, boca, paladares, fissura
  • υπεύθυνος στα πορτογαλικά - responsável, responsáveis, responsabilidade, competente
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: eminente, albergar, ufano, elevado, alojar, alto, altivo, soberbo, arrogante, impertinente, arrogantes, arrogância, orgulhoso