Enfrentar στα ελληνικά

Μετάφραση: enfrentar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικρίζω, αντιμετωπίζω, κύρος, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό
Enfrentar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • enfraquecimento στα ελληνικά - μείωση, ελάττωση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, απομείωση
  • enfraqueça-se στα ελληνικά - αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνω, Είναι, Η, Το, Θα, Πρόκειται
  • enfurecer στα ελληνικά - κατοικώ, εξαγριώνω, θυμός, οργή, θυμό, θυμού, το θυμό
  • enganar στα ελληνικά - φενακίζω, κλέβω, ζαβολιάρης, καταληστεύουν, rip off, καταληστεύουν τους, κλέψουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Enfrentar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικρίζω, αντιμετωπίζω, κύρος, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό