Αντικρίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αντικρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rosto, encarar, afrontar, aspecto, fabrique, olhadela, confronte, audácia, semblante, enfrentar, confrontar, enfrenta, confrontam, confrontá
Αντικρίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικρίζω

αντικρίζω την μορφη μου lyrics, αντικρίζω ή αντικρύζω, αντικρίζω λεξικό, αντικρίζω αοριστος, αντικρίζω συνωνυμα, αντικρίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντικρίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντικείμενο στα πορτογαλικά - obedeça, coisa, assunto, artigo, objecto, fim, motivo, ...
  • αντικειμενικός στα πορτογαλικά - alvo, fim, objetivo, objetiva, objectivo, objectiva, objectivos
  • αντικρούω στα πορτογαλικά - recusar, impugnar, recusa, refutar, rebater, confute, refuto, ...
  • αντιλέγω στα πορτογαλικά - contradizer, desmentir, desdizer, assaltar, opugnar, refutar
Τυχαίες λέξεις
Αντικρίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rosto, encarar, afrontar, aspecto, fabrique, olhadela, confronte, audácia, semblante, enfrentar, confrontar, enfrenta, confrontam, confrontá