Escavação στα ελληνικά

Μετάφραση: escavação, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νύξη, σκάβω, χωνεύω, κέντρισμα, σαρκασμός, ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ανασκαφής, ανασκαφών
Escavação στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • escarpado στα ελληνικά - κοφτός, αιφνίδιος, μυτερός, απόκρημνος, απότομος, οξυδερκής, κοφτερός, ...
  • escavar στα ελληνικά - σκάβω, ξεπερνώ, έρευνα, εξερευνώ, υπερβαίνω, εξετάζω, βλέπω, ...
  • esclarecer στα ελληνικά - αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
  • esclareça στα ελληνικά - αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
Τυχαίες λέξεις
Escavação στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νύξη, σκάβω, χωνεύω, κέντρισμα, σαρκασμός, ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ανασκαφής, ανασκαφών