Esclarecer στα ελληνικά
Μετάφραση: esclarecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- escavar στα ελληνικά - σκάβω, ξεπερνώ, έρευνα, εξερευνώ, υπερβαίνω, εξετάζω, βλέπω, ...
- escavação στα ελληνικά - νύξη, σκάβω, χωνεύω, κέντρισμα, σαρκασμός, ανασκαφή, εκσκαφή, ...
- esclareça στα ελληνικά - αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
- escocês στα ελληνικά - αποφάγια, σκωτσέζικο, Σκωτίας, Scottish, της Σκωτίας, Σκοτίας
Τυχαίες λέξεις
Esclarecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
Μεταφράσεις: αποσαφηνίζω, διασαφηνίζω, διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί