Estirpe στα ελληνικά

Μετάφραση: estirpe, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπαράγω, τεντώνω, ποικιλία, ζόρι, ράτσα, απόθεμα, στραμπουλίζω, διηθώ, γεννοβολώ, παρακρατώ, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
Estirpe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • estipulação στα ελληνικά - ανακατεύω, κινούμαι, αναδεύω, κινώ, όρος, ρήτρα, διάταξη, ...
  • estipule στα ελληνικά - συμφωνώ, ρήτρα, όρος, ορίζοντας, ορίζει, προβλέποντας, που ορίζει, ...
  • estiva στα ελληνικά - έρμα, σαβούρα, σαβουρώνω, στοιβασία, στοιβασίας, στοιβάγματος, η στοιβασία, ...
  • estocolmo στα ελληνικά - Στοκχόλμη, Στοκχόλμης, της Στοκχόλμης, stockholm, Στοκχολμησ
Τυχαίες λέξεις
Estirpe στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπαράγω, τεντώνω, ποικιλία, ζόρι, ράτσα, απόθεμα, στραμπουλίζω, διηθώ, γεννοβολώ, παρακρατώ, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας