Αναπαράγω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raça, casta, estirpe, reproduzir, reproduzem, reprodução, reproduzi, reproduz
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπαράγω
αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναπαράγω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναπαλαίωση στα πορτογαλικά - restauração, restauro, recuperação, restabelecimento, de restauração
- αναπαράγομαι στα πορτογαλικά - reproduzir, reproduza, reprimenda, Plays, Jogadas, Reproduz, execuções, ...
- αναπαραγωγή στα πορτογαλικά - reprodução, a reprodução, reprodução de, de reprodução, reprodução da
- αναπαριστώ στα πορτογαλικά - reencenar, renovar, encenar, reviver, reenact
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: raça, casta, estirpe, reproduzir, reproduzem, reprodução, reproduzi, reproduz
Μεταφράσεις: raça, casta, estirpe, reproduzir, reproduzem, reprodução, reproduzi, reproduz