Στραμπουλίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στραμπουλίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torcer, casta, raça, retorcer, toada, carriça, melodia, estirpe, rodar, torção, entorse, entorse de, de entorse, torcedura
Στραμπουλίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στραμπουλίζω

στραμπουλίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στραμπουλίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στραγγίζω στα πορτογαλικά - estancar, libélula, drenagem, dreno, esgotar, torcer, torça, ...
  • στραγγαλίζω στα πορτογαλικά - sufocar, engasgar, esganar, estrangule, desconhecido, abafar, estrangular, ...
  • στραπατσάρισμα στα πορτογαλικά - dente, Dent, Dent A, mossa, entalhe
  • στρατάρχης στα πορτογαλικά - campo, campo de, domínio, campos, área
Τυχαίες λέξεις
Στραμπουλίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: torcer, casta, raça, retorcer, toada, carriça, melodia, estirpe, rodar, torção, entorse, entorse de, de entorse, torcedura