Fundos στα ελληνικά

Μετάφραση: fundos, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτεύουσα, χρήματα, κεφάλαια, κεφαλαίων, ταμεία, πόρων
Fundos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fundir στα ελληνικά - βολή, ρίξιμο, επιτελείο, συγχώνευση, συγχωνεύσει, συγχωνευθούν, συγχωνεύσετε, ...
  • fundo στα ελληνικά - βαθύς, θεμέλιο, γη, πάτος, προσαράσσω, πηγή, βρύση, ...
  • fundão στα ελληνικά - άβυσσος, χάσμα, κόλπος, γκρεμός, Fundão
  • funesto στα ελληνικά - απελπισμένος, ολέθριος, θλιβερός, θανατηφόρος, μοιραίος, θανατηφόρα, μοιραία, ...
Τυχαίες λέξεις
Fundos στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, χρήματα, κεφάλαια, κεφαλαίων, ταμεία, πόρων