Imediato στα ελληνικά
Μετάφραση: imediato, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στιγμιαίος, υποκινώ, αμέσως, γρήγορος, γοργός, στιγμή, ωθώ, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- imbecil στα ελληνικά - βλάκας, κοροϊδεύω, χυμός, επιβραδύνω, χαζός, ζουμί, καθυστερώ, ...
- imediatamente στα ελληνικά - ξεκινώ, αμέσως, αμέσως με
- imenso στα ελληνικά - απέραντος, τεράστιος, πελώριος, τεράστια, απέραντη, τεράστιες, τεράστιο, ...
- imergir στα ελληνικά - υποτάσσομαι, συναίσθημα, βουτώ, παραδίδομαι, υποστηρίζω, υποβάλλω, βυθίζετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Imediato στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στιγμιαίος, υποκινώ, αμέσως, γρήγορος, γοργός, στιγμή, ωθώ, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Μεταφράσεις: στιγμιαίος, υποκινώ, αμέσως, γρήγορος, γοργός, στιγμή, ωθώ, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα