Αμέσως στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αμέσως, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imediato, directamente, imediatamente, de imediato, logo, imediata
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμέσως
αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμέσως στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αμέλεια στα πορτογαλικά - descuidar, negativamente, negligência, negligências, de negligência, a negligência, culpa
- αμέριμνος στα πορτογαλικά - despreocupado, alegre, despreocupada
- αμίαντος στα πορτογαλικά - amianto, asbesto, de amianto, o amianto, do amianto
- αμαθής στα πορτογαλικά - inculto, iletrado, indoutos, desaprendido, ignorante
Τυχαίες λέξεις
Αμέσως στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: imediato, directamente, imediatamente, de imediato, logo, imediata
Μεταφράσεις: imediato, directamente, imediatamente, de imediato, logo, imediata