Επιδρομή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιδρομή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ataque, abordar, assaltar, crise, agredir, impugnar, acometer, atacar, incursão, assalto, RAID, invasão, de RAID
Επιδρομή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδρομή

επιδρομή γαλατών στην ελλάδα, επιδρομή στο έντεμπε, επιδρομή λεξικό, επιδρομή στον πειραιά, επιδρομή ορισμόσ, επιδρομή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιδρομή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επιδοκιμασία στα πορτογαλικά - endosso, endossado, aplauso, aplausos, palmas, o aplauso, os aplausos
  • επιδοτώ στα πορτογαλικά - subsidiar, subvencionar, subsidiam, subsidiar a, subsidiar o
  • επιδόρπιο στα πορτογαλικά - sobremesa, dessert, a sobremesa, dessert doce, sobremesas
  • επιδότηση στα πορτογαλικά - subvenção, subsídio, subsídios, subsidiar, subvenções, ajuda
Τυχαίες λέξεις
Επιδρομή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ataque, abordar, assaltar, crise, agredir, impugnar, acometer, atacar, incursão, assalto, RAID, invasão, de RAID