Αντικρούω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αντικρούω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recusar, impugnar, recusa, refutar, rebater, confute, refuto, confundir, confutar
Αντικρούω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικρούω

αντικρούω συνώνυμα, αντικρούω στα αγγλικα, αντικρούω συνώνυμο, αντικρούω λεξικό, αντικρούω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντικρούω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντικειμενικός στα πορτογαλικά - alvo, fim, objetivo, objetiva, objectivo, objectiva, objectivos
  • αντικρίζω στα πορτογαλικά - rosto, encarar, afrontar, aspecto, fabrique, olhadela, confronte, ...
  • αντιλέγω στα πορτογαλικά - contradizer, desmentir, desdizer, assaltar, opugnar, refutar
  • αντιλαλώ στα πορτογαλικά - eco, eclesiástico, ressoar, ressoam, ressoe, ressoará, ressoa
Τυχαίες λέξεις
Αντικρούω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recusar, impugnar, recusa, refutar, rebater, confute, refuto, confundir, confutar