Invocar στα ελληνικά
Μετάφραση: invocar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπλέκω, εμπλέκω, περιλαμβάνω, επικαλούμαι, εμπλέκομαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- investimentos στα ελληνικά - επενδύσεις, επενδύσεων, οι επενδύσεις, τις επενδύσεις, επενδύσεις που
- investir στα ελληνικά - εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, ...
- involuntário στα ελληνικά - ένωση, σωματειακός, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων
- invoque στα ελληνικά - περιλαμβάνω, επικαλούμαι, εμπλέκομαι, μπλέκω, εμπλέκω, επικαλούνται, επικαλεστεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Invocar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπλέκω, εμπλέκω, περιλαμβάνω, επικαλούμαι, εμπλέκομαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
Μεταφράσεις: μπλέκω, εμπλέκω, περιλαμβάνω, επικαλούμαι, εμπλέκομαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν