Μπλέκω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
postular, precisar, envolver, invoque, reclamar, invocar, enredar, emaranhar, embaraçar, entangle, complicar
Μπλέκω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπλέκω

μπλέκω με βελόνες, μπλέκω στα αγγλικά, πλέκω με βελονάκι, μπλέκω τα μπούτια μου, μπλέκω συνώνυμα, μπλέκω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μπλέκω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μπικουτί στα πορτογαλικά - rolo, arregaçar, cilindro, frisador, encrespador, curler, encrespador da, ...
  • μπισκότο στα πορτογαλικά - biscoito, biscuit, bolacha, biscoito de, do biscoito
  • μπλε στα πορτογαλικά - nebuloso, sombrio, azul, desagradável, azuis, azul branco
  • μπλούζα στα πορτογαλικά - blusa, blusa de, a blusa
Τυχαίες λέξεις
Μπλέκω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: postular, precisar, envolver, invoque, reclamar, invocar, enredar, emaranhar, embaraçar, entangle, complicar