Isolar στα ελληνικά

Μετάφραση: isolar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαχωρίζω, απομονώνω, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Isolar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • isolado στα ελληνικά - ασυντρόφευτος, μόνο, μοναχός, απόκοσμος, αποκλειστικά, πέλμα, γλώσσα, ...
  • isolador στα ελληνικά - προσβολή, λοιδορώ, προπηλακίζω, προσβάλλω, μονωτήρα, μονωτή, απομονωτής, ...
  • isole στα ελληνικά - απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
  • israel στα ελληνικά - θέμα, τεύχος, Ισραήλ, το Ισραήλ, του Ισραήλ
Τυχαίες λέξεις
Isolar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαχωρίζω, απομονώνω, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει