Απομονώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απομονώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
isolar, console, ilha, isolado, isolate, isole, isolam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομονώνω
απομονώνω αγγλικά, απομονώνω μετάφραση, απομονώνω συνώνυμο, απομονώνω συνωνυμα, απομονώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απομονώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απομνημονεύω στα πορτογαλικά - memorizar, sociedade, memorize, decorar, memorizá, memorização
- απομονωμένος στα πορτογαλικά - isolado, isolada, isolados, isoladas, fundo isolado
- απομόνωση στα πορτογαλικά - isolamento, de isolamento, isoladamente, o isolamento, isolação
- απονέμω στα πορτογαλικά - partir, distribua, administre, acabrunhar, agraciar, afligir, ungir, ...
Τυχαίες λέξεις
Απομονώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: isolar, console, ilha, isolado, isolate, isole, isolam
Μεταφράσεις: isolar, console, ilha, isolado, isolate, isole, isolam