Διαχωρίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διαχωρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
isolar, console, ilha, dissociar, dissociam, separar, se dissociam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαχωρίζω
ξεχωρίζω συνώνυμο, ξεχωρίζω συνώνυμα, διαχωρίζω λεξικο, διαχωρίζω συνώνυμο, διαχωρίζω αγγλικα, διαχωρίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαχωρίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διαχυτικός στα πορτογαλικά - efusivo, efusiva, efusivos, effusive, usual efusivo
- διαχυτικότητα στα πορτογαλικά - jovialidade, joviality, uma jovialidade, a jovialidade, jovial
- διαχωρισμός στα πορτογαλικά - separar, separado, dividir, separação, apartar, de separação, a separação, ...
- διαψεύδω στα πορτογαλικά - desmentir, desdizer, contradizer, negar, gainsay, contradizê
Τυχαίες λέξεις
Διαχωρίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: isolar, console, ilha, dissociar, dissociam, separar, se dissociam
Μεταφράσεις: isolar, console, ilha, dissociar, dissociam, separar, se dissociam