Local στα ελληνικά

Μετάφραση: local, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, τοποθετώ, τοποθεσία, τόπος, τοπικός, θέση, κατάσταση, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
Local στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lição στα ελληνικά - αφήνω, ενοικιάζομαι, μάθημα, μαθήματος, δίδαγμα, το μάθημα, μαθημάτων
  • lobo στα ελληνικά - γυναίκα, λύκος, Wolf, λύκου, λύκο, λύκων
  • localizar στα ελληνικά - τοποθεσία, εντοπίζω, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό
  • localize στα ελληνικά - τοποθεσία, εντοπίζω, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό
Τυχαίες λέξεις
Local στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, τοποθετώ, τοποθεσία, τόπος, τοπικός, θέση, κατάσταση, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική