Médio στα ελληνικά

Μετάφραση: médio, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέση, μεσαίος, μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέσο
Médio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • média στα ελληνικά - μέσος, μέσος όρος, μέσο όρο, μέση, μέσο
  • médico στα ελληνικά - φάρμακο, ιατρικός, φυσική, έγγραφο, ιατρική, ιατρός, γιατρός, ...
  • mérito στα ελληνικά - φαιδρός, αξία, εύθυμος, αξίας, προσόντα, πλεονέκτημα, προσόντων
  • método στα ελληνικά - μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, μέθοδο που, τη μέθοδο
Τυχαίες λέξεις
Médio στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέση, μεσαίος, μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέσο