Mamilo στα ελληνικά

Μετάφραση: mamilo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολτός, κουρκούτι, ρόγα, θηλή, θηλής, θηλές, θηλών, προστομίδας
Mamilo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mama στα ελληνικά - στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
  • mamar στα ελληνικά - θηλάζω, ρουφώ, γλείφω, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, ...
  • mamute στα ελληνικά - μαμμούθ, μαμούθ, τιτάνιο, κολοσσιαίο, γιγαντιαίο
  • mamífero στα ελληνικά - άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπος, θηλαστικό, θηλαστικού, θηλαστικών, θηλαστικό που, ...
Τυχαίες λέξεις
Mamilo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολτός, κουρκούτι, ρόγα, θηλή, θηλής, θηλές, θηλών, προστομίδας